συνδεσμία

συνδεσμία
η, Ν
ζωολ. γένος μικρών ελασματοβραγχίων τών ευρωπαϊκών θαλασσών τα οποία ζουν μέσα στην ιλύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. syndesmie < συν-* + δεσμός + κατάλ. -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”